Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Δεν καταλαβαίνω.... Δεν με καταλαβαίνω. Έχω αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου, και να με αναγνωρίζω μόνο μέσα στις αναμνήσεις. Σιγά - σιγά η ψυχή μου διαλύεται, το μυαλό μου σταματάει, η καρδιά σωπαίνει και το μυαλό ακινητοποιείται

Και φοβάμαι. Γιατί σ΄όλη μου την ζωή ευχόμουν ο θάνατος μου να είναι δίπλα σου, κι έπειτα ας φύγω κι ας μην ξαναγυρίσω ποτέ. Το να σφαδάζω μακρυά σου, χωρίς την ανάσα σου δίπλα μου... δεν θέλω να το φαντάζομαι.

Κλείνω απότομα σήμερα, δεν με παίρνει άλλο να πιέζω το μυαλό μου να θυμάται, να νιώθει, να σκέφτεται, να γυρίζει πίσω και να παίρνει τον άλλο δρόμο προσπαθώντας να μαντέψει τι θα είχε συμβεί αν σβηνόταν αυτό το ψέμα από τον χάρτη. Σε θυμάμαι, και νιώθω ξανά το χέρι μέσα από τον θώρακά μου να μου σφίγγει τους πνεύμονες.

Καληνύχτα λοιπόν.

(Γράφτηκε 4/8/2010 6:03 π.μ. )

And my love... I'm so very tired...

Κάπου σε έχασα πάλι... Κάπου κρύφτηκες. Γιατί; Δεν ξέρω γιατί.

Αυτό το βράδυ οι δρόμοι με πήραν για ακόμη μια φορά από το χέρι και με έφεραν στο σπίτι σου. Δεν έχεις ιδέα πόσες φορές έχει συμβεί αυτό και πόσες ακόμη θα συμβεί. Και χαίρομαι που δεν θα μάθεις ποτέ, γιατί είναι λυπηρό και αξιοθρήνητο.

Είναι χαζό το να κάθομαι να κοιτάω τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού σου... Αλλά θυμάμαι. Ακούω ήχους, μυρίζω αρώματα και θυμάμαι. Μερικές φορές κλείνω τα μάτια μου και θυμάμαι... Και ασυνείδητα χαμογελάω, μέχρι και ο παραμικρός ήχος να με ξυπνήσει, φοβούμενη πως άνοιξες την πόρτα και κοιτάς. Θυμάμαι τις μορφές μας να αγκαλιάζονται στο δωμάτιο σου, να χαμογελάνε στο γραφείο σου βλέποντας το Annoying Orange, να ενώνεις εκείνο το σημείο πάνω σου που όταν με ακουμπάει ηλεκτρίζομαι, με το δικό μου. Τα χείλη σου. Τις μορφές μας να κοιτάζονται και να αγνοούν πλήρως τα Star Wars που παίζουν στην τηλεόραση. Στον καναπέ να τρώνε corn flakes, στο μπάνιο να σου πλένω το tattoo, στο τραπέζι να τρώμε κεφτέδες με ρύζι, στο δωμάτιο των γονιών σου να με ακουμπάς ενώ παίζει το A Lunatic's Lament από Alesana... Τα θυμάμαι όλα.. Τα πάντα. Όταν γύρισες από το πρώτο σου ταξίδι από όταν ήμαστε μαζί -τότε που είχες λείψει μια μέρα και κόντεψα να πεθάνω-, όταν τότε που γύρισες πήγαμε σπίτι σου να αλλάξεις, να πλύνεις τα δόντια σου και να γνωρίσω τους γονείς σου... θυμάμαι. Θυμάμαι που το δωμάτιό σου μου είχε φανεί λιλά. Αν και δεν ήταν... Ακόμη δεν έχω προσέξει το χρώμα του. Αλλά θυμάμαι, θυμάμαι την παιδική φωτογραφία σου στα ράφια, το ηλίθιο πορτατίφ που τελικά χάλασε ο διακόπτης του, το κρεβάτι με τα ωραία σεντόνια που μυρίζουν Κωνσταντίνο, το γραφείο σου που γράφει πάνω το όνομα μου. Σκεφτόμουν...ακόμα εκεί κάθεσαι και ζωγραφίζεις έτσι; Άρα βλέπεις το όνομά μου συχνά... Και τα χαρτάκια μου καρφιτσωμένα στον πίνακα ανακοινώσεων σου... Όταν τα κοιτάς όλα αυτά... Εσύ θυμάσαι;

Και κάπως έτσι θα κλείσω και απόψε. Μίζερα και μελαγχολικά. Μην με κατηγορείς που πνίγομαι στον πόνο μου, που θάβομαι στην θλίψη μου. Εκεί βρίσκω τον εαυτό μου τον χαμένο. Και μην με κατηγορείς που ζω με τις αναμνήσεις... Που ζω για να θυμάμαι.
Έχω κάτι να θυμάμαι, έχω κάτι να πονάω. Δωσ' μου κάτι για να ζω.