Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Εκει που το ονειρο τελειωνει


Σε έχασα μου φαίνεται και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Δεν ξέρω... Είναι περίεργο. Νευριάζω, ησυχάζω, τρελαίνομαι, σωπάω. Εδώ και τρεις μήνες το ίδιο βιολί και εγώ σε μια γωνία κουλουριασμένη να παρακαλάω να σπάσουν οι χορδές να σταματήσει. Και ξέρεις ποιό είναι το χειρότερο; Οτι εσύ το αγαπάς αυτό το βιολί. Και εγώ αναγκάζομαι ασυνείδητα και το αγαπώ και εγώ. Και εκεί που δεν αντέχω και σηκώνομαι να το σπάσω, δεν μπορώ.

Τι μαλακία είναι αυτό μέσα στο σαλόνι μου;
Κυνηγάω τις ηλιαχτίδες με το σκουπόξυλο και κλείνω το πατζούρι από το παράθυρο του σαλονιού. Κι εκείνος τρυπώνει από τις ανοιχτές γρίλιες κι εγώ, φωτοφοβική, τρέχω να κλείσω ακόμα και αυτές.

Πέρασαν αιώνες από τότε που περπάτησα μαζί σου κρατώντας το χέρι σου, από τότε που με κοίταξες στα μάτια και είπες τουρτουριάζοντας από το κρύο πως είμαι χαριτωμένη.Έπαψα να είμαι χαριτωμένη και τα μάτια μου μουτζουρώθηκαν επειδή η μπογιά στο πρόσωπό μου δεν ήταν αδιάβροχη. Δεν μπορώ να καταλάβω... Γιατί δεν είμαι αρκετή; Και γιατί κάποτε ήμουν; Γιατί με έριξες ενώ δεν σκόπευες να με πιάσεις; Γιατί με έσπρωξες να πέσω την στιγμή που ετοιμαζόμουν να σου δείξω πόσο σ'αγαπώ; Δεν μπαίνεις πια εδώ. Και νιώθω μόνη μου, νιώθω πως οι σκέψεις μου έπαψαν να συγκρούονται όμορφα με τις δικές σου... Μπορεί και να μπαίνεις. Μπορεί και όχι. Δεν έχω ιδέα... Νιώθω κοματιασμένη. Είμαι τόσο κουρασμένη, και πονάω. Έχω περίοδο, η κοιλιά μου έχει αγκάθια, έξω νύχτωσε και η ατμόσφαιρα έχει αέρα. Λίγο έβρεξε σήμερα και μετα βγήκε ο ήλιος. Τόσο ήταν. Μια βροχή, εκατό λιακάδα. Θα μου πεις, είναι ισορροπία αυτό; Θα σου πω. Όχι. είναι ρατσισμός. Κλείνω τα πατζούρια για να γίνει συννεφιά. Χτυπάω το ωάριό μου το άχρηστο με λεμόνια και το κάνω αυγολέμονο. Έχω νεύρα. Πονάω. ‘‘Οι γυναίκες είναι τα μοναδικά ζώα στον πλανήτη που αιμορραγούν για επτά μέρες συνεχόμενες χωρίς να πεθάνουν. Περιμένεις συμπόνια από αυτές;’’ Είχα ακούσει σε μια συζήτηση σε ένα σαλούν σε ένα γουέστερν της δεκαετίας του δε θυμάμαι πια. Όλα μονάδα. Και ναι, συμπόνια για κανέναν τώρα. Δε μπορώ, είμαι φαρμακαποθήκη. Οι φαρμακαποθήκες δε συμπονούν. Ανοίγω τηλεόραση και ποιοι άραγε φτιάχνουν τις διαφημίσεις για τις σερβιέτες; ‘‘Ζήσε κάθε περίοδο της ζωής σου’’ και μαλακίες. Εγώ τη ζω. Εκείνη με σκοτώνει. Ανίδεοι. Πόσο εκνευριστικά ανίδεοι. Πόσο ,πόσο, πόσο ,πόσο εντυπωσιακά ανίδεοι! Πάντα με εντυπωσίαζαν οι ανίδεοι. Οι ανίδεοι και οι βλάκες. Οι φλέβες μου χτυπούν σε όλο μου το σώμα και πιο πολύ με ενοχλεί εκείνη που χτυπάει στον αγκώνα. Και τι χαρωπές οι διαφημίσεις! Ανίδεοι, το κέρατό μου μέσα…
Πηγαίνω στο μπάνιο και το Γιαούρτι με παρατηρούσε να σπάω κύτταρα στο πάτωμα. Γειά σου Γιαούρτι, θέλεις κάτι; Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Περίμενε να ξανασηκωθώ για το μπάνιο και τότε θύμησέ μου να σε ταΐσω. Τώρα έρπομαι. Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι εξωγήινη κάμπια με περίοδο που της στάζουνε τα ματια και κλαίει. Αυτά για τώρα. Λέω να πάω.

Χάρηκα που'σουν μαζί μου, καληνύχτα.