Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

τον κοκωδι τον σαξεχα. πωσαγα νεντινστακω

Τα σαββατοκύριακα φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά και τους ενώνουν. Αρχίδια. Τα σαββατοκύριακα απομακρύνουν τους ανθρώπους επειδή τους φέρνουν πιο κοντά. Πιο κοντά στην πραγματικότητα, πιο κοντά στον εαυτό, πιο κοντά στην απομάκρυνση, πιο κοντά στον τεσσαρακοστό έβδομο παγκόσμιο πόλεμο. Τι; Μόνο δύο παγκόσμιοι έγιναν; Μωρέ τι μας λες! Όταν ο δικός μου ο κόσμος κάθεται στο πάτωμα της γωνιάς της μπαλκονόπορτας του γραφείου, ο παγκόσμιος γίνεται εκεί. Και ό,τι και να λες είναι ο τεσσαρακοστός έβδομος.
Είμαι θυμωμένη. Εξαγριωμένη και οργισμένη. Όχι με ‘σένα, κόσμε μου, αλλά με τις λέξεις. Εκείνες που ειπώνονται για να μελανιάσουν την περιοχή κάτω από τη μέση. Και τώρα βρίσκομαι μεσοπόλεμα. Σιωπή. Η μια μπότα στην κουζίνα και η άλλη στο σαλόνι. Και το μόνο που ακούγεται είναι το κωλοπλυντήριο που πλένει τα άπλυτά μας για να είναι καθαρά για τα Χριστούγεννα. Τακτοποιημένα, πλυμένα, σιδερωμένα και μοσχοβολιστά στα συρτάρια και τις ντουλάπες. Μόνο τη ζωή μου ξέχασα να πλύνω. Στους οκτακόσιους βαθμούς μπας και λιώσει και ξαναγίνει από την αρχή.
Ακούω τα παιδιά από κάτω να οργιάζουν και σκέφτομαι τη ζωή που δεν έζησα ακόμα. Τη ζωή που σχεδιάζω να φτιάξω με μπόλικο σιρόπι, πιο σιρόπι ακόμα και από τα μελομακάρονα που έφτιαξε η γιαγιά μου. Τι σκατά έκανα λάθος; Στη δόση για το νερό; Στη δόση για τη ζάχαρη; Ή μήπως που έβαλα παραπάνω πορτοκάλι και έχει γεύση ξινή;
Τραβάω μια γραμμή με δάχτυλο στην οθόνη μου και κοιτώ τον δείχτη μου που έγινε κίτρινος από τη νικοτίνη. Κολλημένη νικοτίνη θαρρείς από χρόνια. Πάνω από δέκα. Την πρωτοχρονιά γίνεται δεκατέσσερα. Ξέρει κάποιος να μου πει πως καθαρίζει η κιτρινίλα στην πολύτιμη οθόνη μου χωρίς να την καταστρέψω; Ξέρει;

σιγά να μην..