Το τελευταίο άγγιγμα μοιάζει να πονάει, όσο τα υπόλοιπα μέρη του κορμιού απεύχονται να το νιώσουν. Ένα κομμάτι από συρματόπλεγμα γίνονται τα δάχτυλα που ματώνουν κάθε γραμμή του σώματος που ακουμπούν. Αφήνουν μια βαθιά γρατζουνιά, σημάδι πως η στιγμή η τωρινή θα αφήσει μια ανάμνηση... Κάπως έτσι.
Πίσω από τη χλωμάδα του αφηρημένου σου προσώπου έκρυψα κάθε μου επιθυμία που σε αφορούσε. Δε νιώθω σαν να χώρισα από έναν άνθρωπο. Νιώθω σαν να χώρισα την ίδια μου τη ζωή από κάτι που είχε τόσα πολλά να μου δείξει ακόμα… Είχα υποσχεθεί πως δε θα γράψω ξανά για ‘σένα. Αλλά σιγά, σάμπως είναι και η πρώτη φορά που αθετείται μια υπόσχεση; ‘Η μήπως είναι η πρώτη φορά που την αθετώ εγώ; Οι υποσχέσεις είναι λόγια του αέρα. Κρατάνε τόσο όσο χρειάζεται για να νιώθουμε καλά. Όσο πρέπει δηλαδή. Μετά εξατμίζονται σαν τα πρώτα ερωτικά λόγια που μετά από χρόνια δε τα θυμάται κανείς. Από την περασμένη Πέμπτη νιώθω μια συνεχόμενη παρουσία δίπλα μου. Με βάζει μέσα της, με περικυκλώνει, μα νιώθω όμορφη και ασφαλής. Νιώθω οικεία μαζί της, δε μου προκαλεί το άγχος του αγνώστου. Σχεδόν νιώθω να με ακουμπά καθώς ο αέρας πυκνώνει τόσο πολύ γύρω μου, που νομίζω πως μπορώ να τον κόψω με μαχαίρι. Εσύ είσαι; Εσύ πρέπει να είσαι… δε μπορεί να το κάνει κάποιος άλλος αυτό…
Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω… και αναρωτιέμαι… γιατί δε προχωράω; Πήρα φόρα και κύλησα σε κατηφόρες που επιτέλους ήρθαν. Σαν πέτρα που δε χορταριάζει ποτέ έτρεξα να βρω φθηνές δικαιολογίες να ακουμπήσω στο μαξιλάρι του ύπνου μετά από χρόνια αϋπνίας… Προχωρούσα, νόμιζα, μα βρέθηκα σε μέρη γνώριμα που άφησα πίσω μου μαζί με τις ανασφάλειές μου στο βελούδινο κουτάκι της μοναξιάς. Και πάλι βρέθηκα στα ίδια. Μα… πως…; Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω… και αναρωτιέμαι γιατί δε προχωράω;