Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Ανάμνηση στο σκοτάδι;

Να... Αυτό είναι. Είναι ο πόνος και όλοι οι θάνατοι μαζί. Είναι το άγχος και η ταχύτητα της καρδιάς κάθε φορά που αντηχούσε στους τοίχους η λέξη χωρισμός. Είναι το αίμα που δεν σταματάει να ρέει, και δίνοντάς μου την κομμένη στα δύο καρδιά σου απλώς το αίμα αυξάνεται. Και θα αυξάνεται. Μέχρι να πνιγώ.
Δεν ξέρω τι φταίει και νιώθω πως τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία. Δεν ξέρω τι φταίει και δεν σε νιώθω. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αν με νιώθεις και αν πονάς όσο εγώ. Ελπίζω όχι.. Όμως εύχομαι να με αγαπάς περισσότερο από εχθές, λιγότερο από αύριο.
Σου έχω πει πως ο πόνος δεν είναι κάτι νεκρό για εμένα... Έχει μέσα του μια δόση ζωής. Γι΄αυτό και εγώ θα βγω ζωντανή από εδώ μέσα. Και πιο δυνατή μάλιστα.

Θυμάμαι.... Θυμάμαι όλα όσα είχες πει.
Θυμάμαι τότε που μου μίλησες. Παραξενεύτηκες από την εικόνα... Με πέρασες για εκείνη... Έτσι μπήκες στην ζωή μου... Εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι είχες βγει ποτέ... Μετά περίμενα να περάσει το διαγώνισμα της Ιστορίας. Περίμενα. Και πέρασε. Και την Πέμπτη ήσουν εκεί, και ήμουν εκεί, και ακούγαμε τα κύματα να σκάνε δίπλα και σε κοιτούσα και με κοιτούσες, σε αντίθετες στιγμές. Και μετά τα χείλη μου άγγιξαν τα δικά σου... Και μετά σου πήρα τον πόνο σου και μου πήρες τον δικό μου. Και μετά πέρασα απογεύματα και ώρες σε ένα μικρο πορτοκαλί μαγαζί ακούγοντας την Πόλη με της Κουκουβάγιες μαζί σου. Και μετά σου μίλησα και μετά μου μίλησες, και πέρασαν μήνες έτσι. Και μετά έφυγες, κι εγώ περίμενα κάθε μέρα στο λιμάνι βλέποντας τον κόσμο να βγαίνει από τα πλοία κι εσύ πουθενά. Ώσπου γύρισες. Και μετά με άγγιξες, και με πήγες στον δικό σου τον κόσμο. Και μετά σε εμπιστεύτηκα. Και μετά με είδες, είδες την καρδιά μου. Και μετά έμαθες το μυστικό μου. Και μετά φάγαμε μαζί και η μία επαφή ακολούθησε την άλλη και μπήκες μέσα μου. Και μετά με πλήγωσες. Και μετά σήκωσες τα κομμάτια μου και τα ένωσες με τα χέρια σου, και ακόμη κι αν τα άγρια περιγράμματα σου χάραζαν τα χέρια συνέχιζες να προσπαθείς. Και μετά ήρθε η καθημερινότητα και μείωσε τον ενθουσιασμό, κι έγινες η αγαπημένη μου συνήθεια Κάθε μεσημέρι στο όμορφο μικρό σπίτι στις 14:00 -μπορεί και 14:05- και μετά πίσω στο δικό μου στις 15:00. Και μετά έμαθα ότι με αγαπάς. Και μετά μου έγινες απαραίτητος. Και μετά τα πάντα άρχισαν να σπάνε, όλα τα γυάλινα τείχη.. Και είδες. Είδες πόσα χρώματα απέκτησε η ζωή, η ψυχή και η καρδιά μου από τότε που έπεσες από ψηλά στο χέρι μου, σαν τα φύλλα το φθινόπωρο, η βροχή τον χειμώνα. Με έκανες δική σου, άλλαξα. Βρήκα εσένα κι εσύ εμένα. Και μετά δεν σε άφηνα να φύγεις. Και μετά ξεκίνησες να με φωνάζεις Κάστορα. Και πέρασαν εβδομάδες έτσι... Με εμένα στον ώμο σου. Και μετά ήρθε το τέλος. Και ο πόνος με κυριεύει...

And nothing
Was left
For you and me.



Να σου θυμίσω κάτι όμορφο?

Constantine,
I can finally see
That you're right there beside me
I am not my own
For I have been made new
Please, don't let me go
I desperately need you...

Εγώ πώς περιμένεις να αφαιθώ σε ξένα χέρια; Ποτέ άλλα χέρια δεν θα γίνουν γνώριμα. Όλα ξένα είναι πλέον..
Δεν ξέρω πια. Ίσως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να περιμένω να περάσει. Όπως περίμενα να περάσει το διαγώνισμα της Ιστορίας για να σε δω.
Θα περιμένω λοιπόν. Την περιβόητη συμφωνία που κάναμε. Την σιωπηλή συμφωνία. Πως το επόμενο πρωί θα σ’ ερωτεύομαι περισσότερο από το προηγούμενο κι εσύ θα μ’ αγαπάς πιο βαθιά από χτες…
Μ.